σκληρομετρία

σκληρομετρία
η, Ν
βλ. σκληρομέτρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκληρομετρικός — ή, ό, Ν [σκληρομετρία] 1. (γεωλ. φυσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκληρομετρία 2. φρ. α) «σκληρομετρική κλίμακα Μος» γεωλ. εμπειρική μέθοδος μέτρησης τής αντίστασης στη χάραξη ή την τριβή μιας ομαλής επιφάνειας) β) «σκληρομετρικός βαθμός»… …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • σκληρομέτρηση — και σκληρομετρία, η, Ν φυσ. συνοπτική ονομασία τών μεθόδων μέτρησης τής σκληρότητας τών σωμάτων (α. «σκληρομέτρηση μετάλλων β. «σκληρομέτρηση ορυκτών» γ. «σκληρομέτρηση ξύλων») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”